- ξίφους
- ξίφοςswordneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολεός — I Επίπεδη βάση φύλλων, η οποία περιβάλλει τον βλαστό κατά μήκος των γονάτων και συναντάται κυρίως στα άμισχα φύλλα των μονοκοτυλήδονων φυτών, όπως είναι το σιτάρι και τα άλλα αγρωστώδη φυτά. Διακρίνοναι δύο τύποι κ.: ο ανοιχτός και ο κλειστός·… … Dictionary of Greek
Γοργοφόνος — Μυθολογικόπρόσωπο. Βασιλιάς των Επιδαυρίων και ιδρυτής των Μυκηνών. Οι υπήκοοί του τον είχαν εξορίσει, αλλά καθώς περνούσε από το Άργιον όρος βρήκε λαβή ξίφους από ελεφαντόδοντο· θυμήθηκε τότε τον παλαιό χρησμό που τον προέτρεπε να χτίσει πόλη… … Dictionary of Greek
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek
αφέλκυση — η (Μ ἀφέλκυσις) το να τραβάει κανείς απότομα κάτι νεοελλ. «αφέλκυση ξίφους» η απόσπαση του ξίφους από το ξίφος του αντιπάλου με το οποίο βρίσκεται σε ζεύγη … Dictionary of Greek
επεντείνω — ἐπεντείνω (Α) 1. εντείνω τις δυνάμεις μου, βάζω τα δυνατά μου («μὴ νῡν ἀνῶμεν, ἄλλ ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον», Αριστοφ.) 2. (για διάδοση) εξαπλώνομαι («φήσει τὸ πρᾱγμα βοᾱσθαι γὰρ ἐν τῆ πόλει καὶ λόγον ἐπεντείνειν», Θεόφρ.) 3. μέσ. τεντώνομαι… … Dictionary of Greek
κολεούχος — ο δερμάτινο εξάρτημα τής ιπποσκευής στο οποίο έδενε ο ιππέας με ιμάντες τον κολεό, τη θήκη τού ξίφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + ούχος (< έχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τιτλ ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγόριο Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
ξιφιστής — ο (Α ξιφιστής) [ξιφίζω] νεοελλ. 1. επιδέξιος χειριστής τού ξίφους 2. δάσκαλος τής ξιφασκίας αρχ. ζωστήρας ξίφους … Dictionary of Greek
σπάσμα — το, ΝΜΑ [σπάω / σπώ] σπασμωδική κίνηση, σύσπαση νεοελλ. σύσπαση, σπασμός μσν. το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.) αρχ. 1. διάρρηξη μυϊκών ινών 2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου,… … Dictionary of Greek
Asterix and the Secret Weapon — Infobox Asterix Title=Asterix and the Secret Weapon Frenchtitle=La Rose et le Glaive Story=Albert Uderzo Illustrations=Albert Uderzo FrenchDate=1991 EnglishDate=1991 Preceded= Asterix and the Magic Carpet Followed= Asterix and Obelix All at Sea | … Wikipedia